απότρυγα

απότρυγα
επίρρ. после сбора винограда

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "απότρυγα" в других словарях:

  • απότρυγα — επίρρ. μετά τον τρύγο …   Dictionary of Greek

  • αποτρυγώ — ησα 1. τρυγώ, μαζεύω τα σταφύλια ή παίρνω το μέλι: Ο κόσμος στο χωριό είχε αρχίσει να αποτρυγά. 2. τελειώνω τον τρύγο: Είχαν αποτρυγήσει τα μελίσσια, όταν ήρθε ο αδερφός τους να τους βοηθήσει …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀποτρυγᾶν — ἀποτρυγάω pluck grapes pres part act masc voc sg (doric aeolic) ἀποτρυγάω pluck grapes pres part act neut nom/voc/acc sg (doric aeolic) ἀποτρυγάω pluck grapes pres part act masc nom sg (doric aeolic) ἀποτρυγᾶ̱ν , ἀποτρυγάω pluck grapes pres inf… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»